- μουμιοποίηση
- Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην ήλιο), με το μεγάλο ψύχος ή με χημικές μεθόδους (ταρίχευση).
Λίγοι είναι οι αφρικανικοί λαοί που χρησιμοποιούν ακόμα ή που χρησιμοποιούσαν μέχρι τελευταία τη μέθοδο της μ.· το σύστημα είναι διαδεδομένο, αλλά μόνο για τους αρχηγούς, στο Σουδάν, στο Ζαΐρ και στη Μαδαγασκάρη και ακόμα περισσότερο από την Ακτή του Ελεφαντοστού μέχρι την Γκαμπόν, και συνδέεται συχνά με άλλες μορφές ενταφιασμού· η μέθοδος που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι το κάπνισμα του πτώματος.
Στην Αυστραλία μερικές φυλές εφαρμόζουν την αποξήρανση με την έκθεση στον ήλιο, στα νησιά του Στενού του Τόρες (μεταξύ Νέας Γουινέας και Αυστραλίας) η μούμια φυλάσσεται όρθια και επιδεικνύεται στους επισκέπτες· στις Μαρκέσας το πτώμα αποξηραίνεται στον ήλιο και κατόπιν αφαιρούνται οι σάρκες.
Στη Νότια Αμερική η μ. ήταν χαρακτηριστική των πολιτισμών των Άνδεων, δηλαδή μεταξύ των Αρουκανών, των Τσίμπσα, των Κετσούα και άλλων λαών, που προηγήθηκαν των Ίνκας. Οι μούμιες των Ίνκας ενταφιάζονταν μέσα σε ένα δερμάτινο σάκο που περιείχε βότανα, επάνω στον οποίο έβαζαν μια χρυσή προσωπίδα με τη μορφή του νεκρού. Ιδιαίτερη μέθοδο χρησιμοποιούσαν ορισμένοι λαοί του Αμαζονίου, όπως οι Χίβαρος, οι οποίοι διατηρούσαν τα μαλακά μέρη του κεφαλιού αφαιρώντας ένα-ένα τα οστά και με μια μέθοδο αποξήρανσης και καπνίσματος κατόρθωναν να μικραίνουν το κεφάλι στο μέγεθος πορτοκαλιού, διατηρώντας όμως αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία του ανθρώπου. Οι Τσίμπσα διατηρούσαν τα σώματα των αρχηγών αφαιρώντας τους τα σπλάγχνα και γεμίζοντας τις κοιλότητες με ρετσίνι· κατόπιν τα τοποθετούσαν σε σπηλιές και σε περίπτωση πολέμου τα μετέφεραν στο πεδίο της μάχης. Στις βόρειες περιοχές της Αμερικής είναι χαρακτηριστική η μ. που εφάρμοζαν οι Αλεούτιοι, που αποξήραιναν το πτώμα κάτω από τον πάγο.
Στην Ασία η μ. είναι ελάχιστα διαδεδομένη και παρουσιάζεται μερικές φορές στο Θιβέτ και στη Βιρμανία. Στις Κανάριες νήσους ασκούσαν τη μ. οι αρχαίοι Γκουάντσοι.
Ένα είδος μ. μπορεί να συμβεί και στη φύση, όταν το πτώμα βρεθεί σε μέρη που από τη σύστασή τους (χώροι στεγνοί και καλά αεριζόμενοι, εδάφη στεγνά και πορώδη) ευνοούν την εξάτμιση των υγρών του οργανισμού και εμποδίζουν την ανάπτυξη μικροοργανισμών που προκαλούν την αποσύνθεση. Τυπική περίπτωση ακούσιας μ. είναι τα ιστορικά λείψανα που βρέθηκαν σε ένα αμμώδη τάφο της ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής και που ανακαλύφτηκαν το 1969 κοντά στο Σανταντέρ της Ισπανίας.
Στην παθολογία γίνεται επίσης λόγος για μ. για καρκινικούς ιστούς, όταν τη νέκρωση ακολουθεί η απορρόφηση των υγρών των ιστών και δεν σημειώνεται πρωτογενής ή δευτερογενής εγκατάσταση βακτηρίων· ο μουμιοποιημένος ιστός παρουσιάζεται ξερός και με μαυριδερό χρώμα. Σ’ αυτόν έχουν εξαφανιστεί τα ζωτικά φαινόμενα, διατηρείται όμως σε σημαντικό βαθμό η μορφολογική δομή.
Η μ. ωστόσο συνδέεται αμεσότερα με την Αίγυπτο, γιατί ο θάνατος απασχολούσε πολύ τους Αιγυπτίους και μόνο η ιδέα ότι αυτός δεν αποτελούσε το τέλος της ύπαρξη αλλά μια διακοπή, μια αλλαγή κατάστασης, και ότι η ζωή θα συνεχιζόταν στο υπερπέραν, έστω και με διαφορετικές μορφές, ήταν παρηγοριά για τους ανθρώπους. Προϋπόθεση απαραίτητη για την επιβίωση του νεκρού ήταν η διατήρηση του πτώματος: από την πίστη αυτή αναπτύχθηκε η τέχνη εκείνη της μ. που, μαζί με το εξαιρετικό κλίμα, μας διατήρησε μέχρι σήμερα τα χαρακτηριστικά ανθρώπων που έζησαν πριν από χιλιάδες χρόνια. Στην αρχή η μ. γινόταν μονάχα στους βασιλιάδες και στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, αλλά στη συνέχεια διαδόθηκε σε όλους που είχαν τη δυνατότητα να την εφαρμόσουν. Δεν είναι γνωστό με ακρίβεια πότε άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες, αλλά ένα μουμιοποιημένο πόδι που βρέθηκε στον τάφο του Ζοσέρ (3η δυναστεία) και τα κανωβικά αγγεία της Χετεφερές, μητέρας του Χέοπα, τοποθετούν τη μ. στην αρχή του Αρχαίου Βασιλείου. Σύμφωνα με τους Έλληνες συγγραφείς, υπήρχαν τρία συστήματα μ., λίγο ή πολύ τελειοποιημένα και δαπανηρά. Τα σώματα των μακαρίων, που έφταναν στο βασίλειο του Όσιρη, στην πρώτη φάση περνούσαν από μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Πρώτα-πρώτα τους αφαιρούσαν τον εγκέφαλο και τα εσωτερικά όργανα που «ετοιμάζονταν» χωριστά και τα τοποθετούσαν σε τέσσερα αγγεία (κανωβικά). Το πτώμα πλενόταν, αποτριχωνόταν και για μερικές εβδομάδες άρχιζε μια διαδικασία αλατίσματος. Τα μέλη αλείφονταν στη συνέχεια με διάφορα κατασκευάσματα και οι κοιλότητες γεμίζονταν με διάφορα είδη αρωμάτων. Η μούμια δενόταν, τέλος, με λεπτές λωρίδες λινού υφάσματος, ντυνόταν, στολιζόταν με κοσμήματα και στο πρόσωπο τοποθετούσαν συνήθως μια μάσκα από ύφασμα και γυψοκονία για τους ιδιώτες και από χρυσάφι για τους φαραώ και τις μεγάλες προσωπικότητες. Σε αντικατάσταση της μούμιας που τυχόν θα καταστρεφόταν, τοποθετούσαν στον τάφο αγάλματα και ομοιώματα του νεκρού.
Μουμιοποιημένο κεφάλι, το οποίο έχει υποστεί σμίκρυνση σύμφωνα με την ειδική μέθοδο της φυλής Xίβαρος (Μουσείο Πιγκορίνι, Ρώμη).
* * *η [μουμιοποιώ]η μομιοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.